τσιμούχα

τσιμούχα
η, Ν
1. παρυφή υφάσματος, ούγια
2. μακριά λωρίδα από παρυφή υφάσματος
3. άκομψο ένδυμα, ιδίως επενδύτης
4. τεχνολ. κοινή ονομασία τού δακτυλίου στεγανότητας
5. είδος σπόγγου
6. μτφ. αδύνατη και άσχημη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cimosa «παρυφή υφάσματος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσιμούχα — η 1. άκρη υφάσματος, ούγια. 2. μακριά λουρίδα από άκρη υφάσματος, μπορντούρα. 3. κατασκεύασμα από λεπτό φελλό, από χαρτόνι κτλ., που μπαίνει ανάμεσα σε μεταλλικές επιφάνειες μηχανής για να μην τρίβονται αυτές ή να μη διαρρέουν λάδια. 4. το φυτό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”